- Περίκλειτος
- Περίκλειτοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικλειτός — far famed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτός — ή, όν, Α περικλεής, ένδοξος, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρι κλειτός)] … Dictionary of Greek
περικλειτά — περικλειτός far famed neut nom/voc/acc pl περικλειτά̱ , περικλειτός far famed fem nom/voc/acc dual περικλειτά̱ , περικλειτός far famed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτῶν — περικλειτός far famed fem gen pl περικλειτός far famed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτόν — περικλειτός far famed masc acc sg περικλειτός far famed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτοῖο — περικλειτός far famed masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτοῖς — περικλειτός far famed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτοῖσιν — περικλειτός far famed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτοί — περικλειτός far famed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλειτᾶς — περικλειτός far famed fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)